- μιᾶι
- μιᾷ , εἷςsemfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
καταμιαιφονούμαι — καταμιαιφονοῡμαι, έομαι (Α) μιαίνω, μολύνω τον εαυτό μου με φόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μιαι φονοῦμαι «μολύνομαι με φόνο»] … Dictionary of Greek
μιαιβαδία — μιαιβαδία, (Α) 1. παράνομο βάδισμα 2. συνεκδ. παράνομη ενέργεια, παράνομος τρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + βαδία (< βάδος «οδός»)] … Dictionary of Greek
μιαιβιώ — μιαιβιῶ, όω (Α) ζω με μιαρό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + βιῶ «ζω»] … Dictionary of Greek
μιαιγαμία — μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ) μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαιγάμος] … Dictionary of Greek
μιαιφθορώ — μιαιφθορῶ, έω (Α) διαπράττω αιμομιξία, συνευρίσκομαι με μητέρα, αδελφή ή κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + φθορῶ, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαιφθόρος (πρβλ. θυμο φθορώ)] … Dictionary of Greek
μιαιφόνος — ο(ν) (ΑΜ μιαιφόνος και μιηφόνος ον) ο μιασμένος από φόνο, ο ένοχος για φόνο νεοελλ. (και για ξίφος) φονικός, αιματοβαμμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαιφόνον διάπραξη φόνου αρχ. 1. (συν. ως επίθ. τού θεού Αρη) αιμοχαρής, αιμοδιψής, δολοφονικός 2 … Dictionary of Greek
Miasma — Miạsma [zu gr. μιαινειν = besudeln, beflecken] s; s, ...men: Bezeichnung für einen früher angenommenen krankheitsauslösenden Stoff in der Atmosphäre bzw. in den Ausdünstungen des Bodens … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
βαρυθυμίαι — βαρυθῡμίαι , βαρυθυμία sullenness fem nom/voc pl βαρυθῡμίᾱͅ , βαρυθυμία sullenness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλιμίᾳ — βουλῑμίαι , βουλιμία ravenous hunger fem nom/voc pl βουλῑμίᾱͅ , βουλιμία ravenous hunger fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)